- εκλεικτικός
- ἐκλεικτικός, -ή, -όν (Α)(για φάρμακα και φαρμακευτικές ουσίες) αυτός που χρησιμοποιείται ως έκλειγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκλεικτικόν — ἐκλεικτικός made into a lozenge masc acc sg ἐκλεικτικός made into a lozenge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)